αθυρογλωττία

αθυρογλωττία
ἀθυρογλωττία και -σσία, η (Α) [ἀθυρόγλωττος, -σσος]
απερίσκεπτη φλυαρία, αθυροστομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀθυρογλωττία — ἀθυρογλωττίᾱ , ἀθυρογλωττία impudent loquacity fem nom/voc/acc dual ἀθυρογλωττίᾱ , ἀθυρογλωττία impudent loquacity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυρογλωττίᾳ — ἀθυρογλωττίᾱͅ , ἀθυρογλωττία impudent loquacity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυρογλωττίας — ἀθυρογλωττίᾱς , ἀθυρογλωττία impudent loquacity fem acc pl ἀθυρογλωττίᾱς , ἀθυρογλωττία impudent loquacity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυρογλωττίαν — ἀθυρογλωττίᾱν , ἀθυρογλωττία impudent loquacity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυρογλωττίαις — ἀθυρογλωττία impudent loquacity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθυρόγλωττος — ἀθυρόγλωττος και σσος, ον (Α) αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, φλύαρος, αθυρόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθυρος* + γλῶττα ή γλῶσσα. ΠΑΡ. ἀθυρογλωττία, ἀθυρογλωττῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”